-
1 ἱπποβάμων
3 metaph., ῥήματα ἱ. high-paced words, bombast, fustian, Ar.Ra. 821.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποβάμων
См. также в других словарях:
ιπποβάμων — ἱποβάμων, ονος, ὁ (Α) 1. αυτός που προχωρεί ανεβασμένος πάνω σε ίππο, ιππικός, έφιππος («Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα στρατόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που τρέχει σαν άλογο ή που χρησιμεύει για ίππευση («ἱπποβάμονες κάμηλοι», Αισχύλ.) 3. φρ. α) «ρήματα… … Dictionary of Greek